Η δύναμη της ετικέτας και το… ούζο
Είναι γνωστό ότι η ετικέτα είναι η «ταυτότητα» του προϊόντος. Το «αποδεικτικό» για το προϊόν που βρίσκεται μέσα στον περιέκτη, την εταιρία που το παράγει, τη σύνθεσή του, τη χρήση του.
Δεν έχει νόημα να τα επαναλάβουμε για μια ακόμα φορά όλα αυτά.
Θα αναφέρουμε όμως μια ιστορία που αποδεικνύει την δύναμη της ετικέτας και την επιρροή της στο να επιβάλει ένα προϊόν στην αγορά. Ότι μερικές φορές δεν αποτελεί απλώς την «ταυτότητα», αλλά και τη διαμορφώνει.
Το κατ’ εξοχήν εθνικό προϊόν της Ελλάδας είναι το ούζο. Το πιο γνωστό, το πιο αναγνωρίσιμο, το πιο προβεβλημένο. Έρχεται αυτόματα στο μυαλό οποιουδήποτε ξένου ως απαραίτητο συμπλήρωμα όταν ακούει ή διαβάζει τις λέξεις «Greece», «souvlaki», «mousakas», «greek salad», ανεξάρτητα από το αν έχει επισκεφτεί ή όχι την Ελλάδα και αν τα έχει γευτεί όλα αυτά.
Αν μάλιστα η λέξη «ΟΥΖΟ» είναι γραμμένη με κεφαλαία δεν ξέρουμε αν είναι γραμμένη με ελληνικούς ή με λατινικούς χαρακτήρες.
Όλα αυτά δεν είναι απλώς γνωστά. Είναι αυτονόητα. Εκείνο που δεν ξέρουμε και που δεν μπορούμε να φανταστούμε, είναι τι σημαίνει η ονομασία «ούζο», πώς «γεννήθηκε» αυτή η λέξη, και ποια είναι η ετυμολογία της, δηλαδή από ποια άλλη λέξη προέρχεται.
Θα ξαφνιαστούμε όταν μάθουμε ότι το πιο αναγνωρίσιμο εθνικό προϊόν της Ελλάδας δεν έχει ονομασία από ελληνική ρίζα.
Ας δούμε την ιστορία του ονόματος.
Από την εποχή της Τουρκοκρατίας, όταν το διεθνές εμπόριο είχε ήδη αναπτυχθεί, στο Θεσσαλικό Κάμπο παραγόταν και τότε βαμβάκι άριστης ποιότητας. Όταν γινόταν ο ποιοτικός έλεγχος, τα πιο εκλεκτά τμήματα της παραγωγής αποστέλλονταν στη Μασσαλία όπου βρίσκονταν τα πιο σύγχρονα νηματουργεία και έβγαζαν τα καλύτερα βαμβακερά υφάσματα.
Το βαμβάκι συσκευαζόταν σε ξύλινα κιβώτια πάνω στα οποία κολλούσαν ένα κομμάτι ύφασμα που ανέφερε τα απαραίτητα στοιχεία. Ήταν η ετικέτα της εποχής. Στα κιβώτια που θα πήγαιναν στη Μασσαλία έγραφαν στα αγγλικά «Use to Marseilles», δηλαδή «Προς χρήση στη Μασσαλία», χωρίς να αναγράφεται κάτι άλλο, ούτε καν ότι μέσα υπάρχει βαμβάκι, αφού μόνο για το συγκεκριμένο προϊόν αναφερόταν το «Use to Marseilles». Οι αχθοφόροι που μετέφεραν τα κιβώτια από τα σημεία συσκευασίας στα κάρα που θα τα πήγαιναν στο λιμάνι και εκείνοι που τα φόρτωναν στα πλοία που θα τα μετέφεραν στη Μασσαλία ήξεραν ότι πρέπει να φορτώσουν μόνο όσα έχουν τη συγκεκριμένη ένδειξη. Επειδή προφανώς δεν ήξερα αγγλικά, το διάβαζαν «Ούζε το Μαρσέιλλες». Γνωρίζοντας ότι πρόκειται για τα άριστα, πίστευαν ότι η λέξη «use» σημαίνει «άριστος», άρα το «Use to Marseilles» σημαίνει «Το άριστο στη Μασσαλία». Επειδή δεν υπήρχε λόγος να χρησιμοποιήσουν όλη τη φράση, την «έκοβαν» και αναζητούσαν τα «ούζε» για να τα μεταφέρουν. Με το χρόνο η έννοια αυτή πολιτογραφήθηκε στην καθημερινότητά τους και αποτελούσε την καλύτερη έκφραση του «άριστου», όπως εμείς σήμερα θα λέγαμε «perfect» ή «excellent».
Στην ίδια περιοχή βρίσκεται και ο Τύρναβος. Από τα αμπέλια του βγαίνει εξαιρετικό κρασί, αλλά και καταπληκτικό τσίπουρο.
Εκείνη την εποχή κάποιος τσιφλικάς ήθελε ένα ρουσφέτι από τον πασά, τον Τούρκο διοικητή της περιοχής. Όταν πήγε να τον συναντήσει, του έδωσε και το «πεσκέσι» του, το δώρο του. Ήταν τσίπουρο στο οποίο είχε την έμπνευση να προσθέσει διάφορες προσμίξεις, όπως γλυκάνισο, δυόσμο και διάφορα άλλα μυρωδικά και γλυκαντικά. Ήταν η πρώτη φορά που έσπαγε η γεύση του τσίπουρου.
Ο πασάς το δοκίμασε και ενθουσιάστηκε. Βρήκε άριστη την έμπνευση της πρόσμιξης και χρησιμοποίησε την λέξη που πίστευε ότι εξέφραζε την ποιότητα του νέου παρασκευάσματος σχολιάζοντας: «Ούζε», δηλαδή «άριστο, τέλειο».
Ήταν η σπίθα που έδωσε το όνομα στο νέο προϊόν και ο παραγωγός του κατάλαβε ότι θα επιτύχει στην αγορά. Το κυκλοφόρησε λοιπόν με την ονομασία «Ούζε» και έβαλε τα θεμέλια για το σημερινό εθνικό προϊόν που έχει κατακτήσει τον κόσμο. Με τα χρόνια η λέξη μετεξελίχθηκε επί το ελληνικότερο σε «Ούζο» και γι’ αυτό εμείς πίνουμε σήμερα τα ούζα μας και όχι τα ούζε μας και τα ουζάκια μας και όχι τα ουζέκια μας, Ίσως το μόνο κατάλοιπο είναι ότι πάμε στο ουζερί και όχι στο… ελληνοποιημένο ουζαρί.
Οι ετικέτες της εποχής ήταν κομμάτια ύφασμα κολλημένα στον περιέκτη με αλευρόκολλα και τα γράμματα δημιουργούνταν με χρωστική ουσία που η πρώτη ύλη της ήταν συνήθως από παντζάρι ή φλοιό κρεμμυδιού.
Οι σημερινές ετικέτες είναι απόρροια μιας ομαδικής δουλειάς, ενός κλάδου, μιας επιστήμης.
Και στις δύο περιπτώσεις όμως το αποτέλεσμα είναι το ίδιο: Η αναγνώριση του προϊόντος. Και, όταν υπάρχει έμπνευση, η καθιέρωσή του.